Νικόλαος Γύζης: Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος της Σχολής του Μονάχου
Νικόλαος Γύζης
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της Σχολής του Μονάχου, που αποτελεί το πλέον σημαντικό εικαστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με έντονες επιρροές από την ομώνυμη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου είναι ο Τήνιος Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1 Μαρτίου 1842 – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 / 4 Ιανουαρίου 1901).
Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου.
Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τον Ιούνιο του 1865 ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον.
Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσυτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty).
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ.
Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία.
Στο Μόναχο για το υπόλοιπο της ζωής του
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι.
Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), τη Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του.
Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε.
Όταν κάποια στιγμή έρχεται στην Ελλάδα για να παντρευτεί πριν επιστρέψει μαζί με τη σύζυγό του στη Γερμανία, ο Γύζης θα φυτέψει ένα δέντρο στο κτήμα του πεθερού του. Είναι προφανώς ένας τρόπος, ταυτιζόμενος με αυτό το δέντρο, να μην ξεριζωθεί από αυτό το ελληνικό χώμα.
Ως καθηγητής εκτιμήθηκε από τους φοιτητές του σαν ζωγράφος, σαν δάσκαλος και σαν άνθρωπος με ευγένεια. Η Ελλάδα νικάει μέσα του τη Βαυαρική μαθητεία, και αυτό διαμορφώνεται και εκφράζεται στο προσωπικό ύφος του έργου του.
Στις ηθογραφίες του βλέπουμε την ανάμνηση της πατρίδας του, να την αποδίδει με απίστευτη τρυφερότητα. Έγραφε πως την Ελλάδα δεν μπορεί να την ζωγραφίσει τόσο ωραία όσο την αισθάνεται, ενώ παράλληλα διατηρούσε και την πίκρα που η Ελλάδα δεν τον κράτησε κοντά της.
Αν και γνώρισε την αναγνώριση και τη δόξα, ο Νικόλαος Γύζης διατήρησε τη σεμνότητά του. Προσβεβλημένος ήδη από καιρό από τη λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις 4 Γενάρη 1901. Έφυγε περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του που τόσο αγαπούσε.
Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν:
«Λοιπόν ας ελπίζωμεν κι ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!»
Το έργο του
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο Νικόλαος Γύζης δεν επηρέασε μόνο την πορεία της ελληνικής τέχνης, αλλά κατέχει σημαντική θέση και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα.
Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του. Φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας.
Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών». Επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το κρυφό σχολειό και ο Γέρος χωρικός
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας.
Σε όλους μας είναι γνωστός ο πίνακας “το κρυφό σχολειό” από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Όπως και από τα καθιερωμένα κάδρα στους τοίχους των σχολικών αιθουσών.
Είναι ένας πίνακας που έδωσε διάσταση στην παιδική μας φαντασία και αποκρυστάλλωσε μέσα μας το θρύλο του σχολείου επί τουρκοκρατίας.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γύζη είναι ο “Γέρος Χωρικός”, που απεικονίζει έναν ηλικιωμένο Βαυαρό και φιλοτεχνήθηκε το 1883.
Ο πίνακας αυτός είχε αγοραστεί στην Ετήσια Έκθεση της Λειψίας στις 20 Νοεμβρίου του 1913, στο αστρονομικό ποσοστό των 1.600 μάρκων της εποχής εκείνης, από την ιστορική Γκαλερί του Μονάχου Χάϊνεμαν.
Ο πίνακας μνημονεύεται στα αρχεία της περίφημης Γκαλερί. Το έργο βρίσκεται σήμερα σε ιδιωτική συλλογή της Γερμανίας.
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις.
Τα ώριμα έργα του
Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες.
Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού.
Η σημαντικότερη μορφή σ’ αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα Άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.
Μην μαθαίνεις τα νέα από τη Γερμανία τελευταίος!
Κάνε Like στη σελίδα μας στο Facebook και ενημερώσου πρώτος για όλες τις τελευταίες εξελίξεις.
Έγκαιρη, έγκυρη και ανεξάρτητη ενημέρωση. Όλες οι τελευταίες Ειδήσεις από τη Γερμανία, την Ελλάδα και τον κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Πως θα ακολουθήσεις το GRland.info στο Facebook; Πάτησε ΕΔΩ.