Γερμανία: Απαντήσεις σχετικά με το γερμανικό εργατικό δίκαιο
Γερμανία: Παρακάτω θα βρείτε συνοπτικές απαντήσεις σε συχνές ερωτήσεις για το γερμανικό εργατικό δίκαιο και τη σχέση εργασίας από τη σκοπιά του εργαζομένου.
Επισημαίνεται ότι η παρούσα συλλογή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη νομική συμβουλή.
Ευχαριστούμε πολύ τον νομικό κ. Florian Savelsberg με έδρα το Μόναχο για το αφιέρωμα.
Για οποιεσδήποτε συμβουλές και ερωτήσεις σε μια προσωπική σας υπόθεση, σχετική με το γερμανικό εργατικό δίκαιο, σας συμβουλεύουμε να επικοινωνήσετε με έναν δικηγόρο της εμπιστοσύνης σας.
Συχνές ερωτήσεις εργαζομένων
- Απολύθηκα! Έχω δικαίωμα αποζημίωσης; Πόση αποζημίωση δικαιούμαι σύμφωνα με το γερμανικό εργατικό δίκαιο;
- Τι ποσά καταβάλλονται ως αποζημίωση απόλυσης στην πράξη;
- Τι σημαίνει προστασία ενάντια στην απόλυση;
- Με απέλυσαν. Είναι έγκυρη η απόλυση;
- Απολύθηκα. Υπάρχουν προθεσμίες που πρέπει να προσέξω οπωσδήποτε εγώ ο ίδιος;
- Ποια προθεσμία καταγγελίας ισχύει για τον εργοδότη;
- Απολύθηκα. Πρέπει να πάω στο γραφείο απασχόλησης; Πότε;
- Είμαι υποχρεωμένος να υπογράψω ένα έγγραφο καταγγελίας που μου έδωσε ο εργοδότης μου;
- Υπέγραψα ένα γερμανικό έγγραφο, αλλά δεν κατάλαβα το περιεχόμενό του. Η υπογραφή μου έχει ισχύ;
- Απολύθηκα κατά τη διάρκεια της απουσίας μου λόγω ασθένειας! Μπορεί ο εργοδότης να το κάνει αυτό;
- Ο εργοδότης με απέλυσε ενώ βρισκόμουν σε διακοπές! Επιτρέπεται αυτό;
- Εάν ασκήσω αγωγή για αθέμιτη απόλυση, πώς λειτουργεί μετά η διαδικασία στο δικαστήριο εργατικών διαφορών;
- Ποιος πληρώνει τα έξοδα της προσφυγής ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το γερμανικό εργατικό δίκαιο;
- Χρειάζομαι απαραιτήτως δικηγόρο για να ασκήσω αγωγή σε δικαστήριο εργατικών διαφορών;
- Έχω υπόλοιπο διακοπών και έχω λάβει απόλυση. Τι θα γίνει με τις υπόλοιπες διακοπές μου;
- Πρέπει να υπογράψω συμφωνία απόλυσης (Aufhebungsvereinbarung) με αντάλλαγμα την αποζημίωση απόλυσης;
- Εργάζομαι, αλλά ο εργοδότης δεν μου δίνει σύμβαση! Επιτρέπεται να το κάνει αυτό;
- Ο εργοδότης μου με απέλυσε προφορικά / μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου / μέσω whatsapp / μέσω sms. Ισχύει αυτό;
- Ο εργοδότης δεν πληρώνει τις υπερωρίες μου. Τι μπορώ να κάνω;
- Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να εργαστώ. Πρέπει να μείνω στο σπίτι;
Απολύθηκα! Έχω δικαίωμα αποζημίωσης; Πόση αποζημίωση δικαιούμαι;
Η άποψη ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση είναι πολύ διαδεδομένη.
Και η πεποίθηση αυτή κρατάει γερά. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να ειπωθεί ένα ξεκάθαρο: Όχι!
Κατ ‘αρχήν, σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με καταγγελία σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, δεν υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης για τον εργαζόμενο.
Και γιατί τότε καταβάλλονται παρόλα αυτά αποζημιώσεις; Καταβολή αποζημίωσης έχουμε, όταν ο εργοδότης θέλει να απαλλαγεί από τον εργαζόμενο, αλλά η καταγγελία δεν θα ήταν νόμιμη.
Πρόκειται λοιπόν για μια συμφωνία! Ο εργαζόμενος συμφωνεί στη λήξη της εργασιακής σχέσης, για την οποία λαμβάνει πληρωμή σε μετρητά (αποζημίωση) από τον εργοδότη.
Φυσικά, αυτό λειτουργεί υπέρ του εργαζομένου μόνο εφόσον ο εργοδότης δεν μπορεί πραγματικά να απολύσει έγκυρα τον εργαζόμενο με άλλο τρόπο. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση ο εργοδότης χρειάζεται τη συγκατάθεση του εργαζομένου για να τερματίσει τη σχέση εργασίας.
Με άλλα λόγια, εάν δικαιολογείται η απόλυση, ο εργοδότης δεν πληρώνει κατά κανόνα τίποτα. Για ποιο λόγο άλλωστε? Ωστόσο, εάν η απόλυση έγινε χωρίς λόγο και είναι μη έγκυρη (πράγμα που πρέπει να διευκρινιστεί από το δικαστήριο), τότε οι εργοδότες προθυμοποιούνται συχνά να πληρώσουν χρήματα για τη συγκατάθεση για τη λήξη της σχέσης εργασίας. Η γνωστή «αποζημίωση».
Η αποζημίωσης αποτελεί επομένως τη συμφωνημένη αντιπαροχή (αντάλλαγμα) για το γεγονός ότι ο εργαζόμενος αποσύρει μια αγωγή ενάντια στην παράνομη απόλυση ή δεν την ασκεί καν, δεν αποτελεί δηλαδή αξίωση που βασίζεται καταρχήν στο νόμο.
Το ποσό της αποζημίωσης είναι θέμα διαπραγμάτευσης και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής κατά της απόλυσης.
Επειδή στην πράξη η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης συμβαίνει συχνά (επειδή πολλές καταγγελίες είναι αβάσιμες ή τουλάχιστον αμφίβολης εγκυρότητας), επικρατεί γενικά η εσφαλμένη γνώμη ότι υπάρχει καταρχήν νόμιμο δικαίωμα για αποζημίωση αποχώρησης/απόλυσης.
Τι ποσά καταβάλλονται ως αποζημίωση απόλυσης στην πράξη;
Αυτό – επειδή, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει δικαίωμα εκ του νόμου – είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Ο νόμος δεν ρυθμίζει σχεδόν τίποτα το σχετικό.
Το ποσό των αποζημιώσεων βασίζεται κυρίως στον ακαθάριστο μισθό και τη διάρκεια της απασχόλησης. Κάθε εργατικό δικαστήριο προτείνει διαφορετικά ποσά αποζημίωσης ανάλογα με το πώς εκτιμά τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής κατά της απόλυσης.
Τα ποσά που προτείνει το Εργατικό Δικαστήριο του Μονάχου είναι ½ έως 1 ακαθάριστος μηνιαίος μισθός ανά έτος απασχόλησης.
Το Εργατικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης κινείται – ανάλογα με την εκτίμηση των πιθανοτήτων επιτυχίας – μεταξύ του 1/3 και του 1/2 του ακαθάριστου μηνιαίου μισθού ανά έτος απασχόλησης.
Στην περίπτωση βραχυπρόθεσμων εργασιακών σχέσεων, υπάρχει μια τάση προς υψηλότερες συμφωνημένες αποζημιώσεις.
Όμως, όπως είπα: Πρόκειται για συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, κυρίως στο πλαίσιο μιας εκκρεμούς δίκης κατά της απόλυσης ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου. Και οι δύο πλευρές πρέπει να συμφωνήσουν. Το δικαστήριο εδώ κάνει προτάσεις μόνο.
Αυτό σημαίνει ότι οι υψηλότερες ή χαμηλότερες αποζημιώσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Σε σπάνιες περιπτώσεις η αποζημίωση προβλέπεται επίσης από το νόμο.
Για παράδειγμα στην περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι μεν άκυρη, επομένως ο εργαζόμενος θα έπρεπε να συνεχίσει να εργάζεται στον χώρο εργασίας του, αλλά αυτή η συνέχιση της απασχόλησης θα ήταν για άλλους λόγους αβάστακτα σκληρή είτε για τον εργαζόμενο είτε για τον εργοδότη.
Επίσης στην περίπτωση που ο εργοδότης παρέχει εθελοντικά αποζημίωση αποχώρησης συγκεκριμένου ποσού σύμφωνα με το άρθρο 1α του νόμου περί προστασίας από την καταγγελία (KSchG). Μπορεί επίσης να προκύπτει αξίωση για αποζημίωση από ένα κοινωνικό πρόγραμμα.
Τι σημαίνει «προστασία ενάντια στην απόλυση;
Προκειμένου να κατανοηθεί τι σημαίνει «προστασία ενάντια στην απόλυση», πρέπει πρώτα να είναι σαφές τι ισχύει εάν δεν υπάρχει προστασία κατά της απόλυσης: εάν δεν υπάρχει προστασία κατά της απόλυσης, ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο σχετικά ελεύθερα χωρίς ο εργοδότης να χρειάζεται ειδική αιτιολογία.
Με αλλά λόγια: Ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο «έτσι απλά» (οι ισχύουσες προθεσμίες καταγγελίας πρέπει φυσικά να τηρούνται).
Εάν όμως υφίσταται προστασία από την απόλυση, η εύκολη δυνατότητα του εργοδότη να απολύσει περιορίζεται.
Σε περίπτωση που υφίσταται προστασία κατά της απόλυσης, η καταγγελία επιτρέπεται μόνο υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ρυθμίζονται στο νόμο.
Όσον αφορά την προστασία κατά της απόλυσης, γίνεται καταρχάς διάκριση μεταξύ της γενικής προστασίας κατά της απόλυσης και της ειδικής προστασίας κατά της απόλυσης.
Στην πράξη ενδιαφέρει πιο συχνά η λεγόμενη γενική προστασία κατά της απόλυσης, η οποία ισχύει
για όλους τους εργαζόμενους των οποίων η σχέση εργασίας έχει διαρκέσει για περισσότερο από έξι μήνες σε έναν εργοδότη που έχει τουλάχιστον 10 εργαζόμενους (αλλιώς πρόκειται για μικρή επιχείρηση και δεν υπάρχει προστασία).
Παράλληλα υφίσταται και ειδική προστασία κατά της απόλυσης που ισχύει για ορισμένες ομάδες εργαζομένων (π.χ. έγκυες γυναίκες, άτομα με βαριά αναπηρία, συμβούλια εργασίας κ.λπ.).
Η απόλυση αυτών των εργαζόμενων είναι δυνατή μόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ εδώ το μέγεθος της επιχείρησης δεν παίζει ρόλο.
Με απέλυσαν. Είναι έγκυρη η απόλυση;
Το αν μία καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι έγκυρη ή όχι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.
Πρώτα απ ‘όλα, από το εάν υπάρχει ή όχι προστασία από την απόλυση βάσει του νόμου περί προστασίας από την καταγγελία.
Αυτό συμβαίνει εφόσον
- δεν πρόκειται για μικρή επιχείρηση (περισσότεροι από 10 εργαζόμενοι, υπό προϋποθέσεις ενδεχομένως ακόμη και 5 ή περισσότεροι εργαζόμενοι) και εφόσον
- η σχέση εργασίας διήρκησε για τουλάχιστον 6 μήνες πριν από την επίδοση της καταγγελίας.
Εάν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τότε καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη επιτρέπεται μόνο εάν υπάρχει λόγος καταγγελίας.
Σύμφωνα με τον νόμο περί προστασίας από την καταγγελία, οι επιτρεπόμενοι λόγοι καταγγελίας είναι:
- καταγγελία που αφορά στο πρόσωπο του εργαζόμενου (παράδειγμα: ο εργαζόμενος δεν μπορεί πλέον να εκτελέσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας λόγω ασθένειας, αδυναμίας εργασίας λόγω προσωπικής κράτησης κ.λπ.)
- καταγγελία που αφορά στη συμπεριφορά του εργαζόμενου (παραδείγματα: προσβολές κατά του εργοδότη, των προϊσταμένων ή των συναδέλφων, κλοπή, μη προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας [καθυστερήσεις, άρνηση εργασίας, αδικαιολόγητη απουσία κ.λπ.], κατάχρηση αλκοόλ / ναρκωτικών ουσιών, σεξουαλική παρενόχληση κ.λπ.)
- καταγγελία που αφορά στη λειτουργία της επιχείρησης (καταγγελία για λόγους που αφορούν στη λειτουργία της επιχείρησης έχουμε εάν ο εργαζόμενος απολυθεί επειδή το απαιτούν οι «ανάγκες της επιχείρησης». Αυτές οι «επιχειρησιακές ανάγκες» πρέπει να υπερτερούν σε τέτοιο βαθμό από τη συνέχιση της εργασίας από τον εργαζόμενο, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η συνέχιση της σχέσης εργασίας. Πρέπει να υπάρχουν επείγουσες επιχειρησιακές ανάγκες και επιπλέον, δεν πρέπει να υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της απασχόλησης. Τέλος πρέπει να υπάρχει επιλογή με κοινωνικά κριτήρια, η οποία να έχει συντελεστεί με τρόπο άμεμπτο)
Το ερώτημα εάν μία καταγγελία ήταν έγκυρη στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου κατά τα λοιπά υφίσταται προστασία απόλυσης, μπορεί να απαντηθεί μόνο μετά από προσεκτική εξέταση όλων των πραγματικών περιστατικών.
Εάν δεν υπάρχει προστασία κατά της απόλυσης (η εταιρεία δεν έχει περισσότερους από 10 υπαλλήλους ή η σχέση εργασίας δεν υφίσταται ήδη πάνω από 6 μήνες), αυτό δεν σημαίνει ότι η καταγγελία είναι αυτόματα έγκυρη: Μπορεί παρόλα αυτά να είναι άκυρη, γιατί παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης ή γιατί πάσχει από τυπικά ελαττώματα.
Εκτός από την περίπτωση της άμεσης καταγγελίας για την οποία δεν προβλέπεται προθεσμία, ο εργοδότης πρέπει πάντα να τηρεί τις προθεσμίες καταγγελίας.
Στήριξέ μας!
- Σας βοήθησε το άρθρο; Κοινοποιήστε το για να λάβουν γνώση περισσότεροι συμπατριώτες μας.
- Θέλετε να προσφέρουμε περισσότερα ποιοτικά άρθρα; Ακολουθήστε μας! Κάντε Like στη σελίδα μας στο Facebook και ενημερωθείτε για όλες τις τελευταίες εξελίξεις.
Απολύθηκα. Υπάρχουν προθεσμίες που πρέπει να προσέξω οπωσδήποτε εγώ ο ίδιος;
Ναι! Υπάρχει προθεσμία 3 εβδομάδων!
Ο εργαζόμενος μπορεί να κινηθεί κατά της απόλυσης μόνο εντός 3 εβδομάδων από την επίδοση, δηλαδή την παραλαβή της ειδοποίησης ότι καταγγέλθηκε η σύμβασή του από τον εργοδότη και να ασκήσει αγωγή ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου!
Αυτή η προθεσμία ισχύει για όλα τα είδη αντιρρήσεων και όλους τους λόγους που αφορούν την εγκυρότητα της καταγγελίας και πρέπει να τηρείται οπωσδήποτε, αλλιώς επέρχεται απώλεια του δικαιώματος!
Αν η προθεσμία των 3 εβδομάδων έχει ήδη παρέλθει, συνιστάται να ενεργήσετε γρήγορα και να υποβάλετε αίτηση για την εκ των υστέρων αποδοχή της αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου περί προστασίας από την απόλυση (Kündigungsschutzgesetz).
Μια τέτοια αίτηση μπορεί να έχει επιτυχία εάν η παραβίαση της προθεσμίας γίνεται χωρίς υπαιτιότητα. Αλλά όχι αυτόματα, πρέπει να υποβληθεί αίτηση για την εκ των υστέρων αποδοχή της αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης!
Επιπλέον: Με την επίδοση της καταγγελίας ή τη σύναψη συμφωνίας περί λύσης της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος πρέπει να δηλωθεί αμελλητί, δηλαδή άμεσα, ως άνεργος στο γραφείο απασχόλησης (γραφείο απασχόλησης, κέντρο εργασίας, Arbeitsamt, Jobcenter)!
Ποια προθεσμία καταγγελίας ισχύει για τον εργοδότη;
Το ερώτημα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το:
- αν ισχύει δοκιμαστική περίοδος,
- αν η σύμβαση εργασίας περιέχει σχετική ρύθμιση και
- αν εφαρμόζεται συλλογική σύμβαση εργασίας.
Δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας δεν πρέπει να περιέχει καμία ρύθμιση που να είναι δυσμενέστερη για τον εργαζόμενο από τη νομική ισχύουσα ρύθμιση.
Τι ισχύει σύμφωνα με το νόμο
Δοκιμαστική Περίοδος
Κατά τη διάρκεια της συμφωνημένης δοκιμαστικής περιόδου (η οποία δεν πρέπει να ξεπερνά τους έξι μήνες), η σχέση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί με προθεσμία προειδοποίησης δύο εβδομάδων (άρθρο 622 παράγραφος 3 του γερμανικού αστικού κώδικα (BGB)), εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε συλλογική σύμβαση.
Η περίοδος προειδοποίησης δύο εβδομάδων ισχύει εξίσου και για τα δύο μέρη, δηλαδή τον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Επιπλέον, η σχέση εργασίας μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε ημέρα, δηλαδή όχι μόνο “στις 15 ή στο τέλος του μηνός”.
Νόμιμες προθεσμίες προειδοποίησης κατά κανόνα (εκτός δοκιμαστικής περιόδου κ.λπ.) για τον εργοδότη
Οι νόμιμες προθεσμίες προειδοποίησης για τις συνήθεις καταγγελίες ρυθμίζονται στο άρθρο 622 BGB.
Κατά κανόνα, η περίοδος προειδοποίησης είναι τέσσερις εβδομάδες (δηλαδή 28 ημέρες, όχι ένας μήνας!) και η καταγγελία είναι γενικά δυνατή στις 15 ή στο τέλος ενός ημερολογιακού μήνα.
Ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης εργασίας ή τη διάρκεια της υπηρεσίας, η περίοδος προειδοποίησης παρατείνεται ως εξής:
Διάρκεια της σχέσης εργασίας | Περίοδος προειδοποίησης για καταγγελία
0 έως 6 μήνες (δοκιμαστική περίοδος) | 2 εβδομάδες (χωρίς περιορισμό συγκεκριμένης ημερομηνίας)
7 μήνες έως 2 έτη | 4 εβδομάδες έως τις 15 ή έως το τέλος του ημερολογιακού μήνα
2 έτη | 1 μήνας έως το τέλος του ημερολογιακού μήνα
5 έτη | 2 μήνες έως το τέλος του ημερολογιακού μήνα
8 έτη | 3 μήνες στο τέλος του ημερολογιακού μήνα
10 έτη | 4 μήνες στο τέλος του ημερολογιακού μήνα
12 έτη | 5 μήνες στο τέλος του ημερολογιακού μήνα
15 έτη | 6 μήνες στο τέλος του ημερολογιακού μήνα
Για τον εργαζόμενο (εάν ο εργαζόμενος επιθυμεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας) η νόμιμη προθεσμία καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 622 BGB είναι 4 εβδομάδες (28 ημέρες) με ισχύ στις 15 ή στο τέλος του ημερολογιακού μήνα.
Μικρότερες προθεσμίες καταγγελίας μπορεί κατά περίπτωση να ρυθμίζονται σε συλλογικές συμβάσεις.
Σε μεμονωμένες συμβάσεις εργασίας, οι νόμιμες προθεσμίες για μικρές επιχειρήσεις με έως και 20 υπαλλήλους ή σε βραχυπρόθεσμες προσωρινές θέσεις εργασίας οι προθεσμίες μπορούν να μειωθούν μέχρι τις τέσσερις εβδομάδες.
Η παράταση της προθεσμίας καταγγελίας είναι δυνατή χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, η προθεσμία για τον εργαζόμενο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την προθεσμία που ισχύει για τον εργοδότη.
Προσοχή: Και επί μη τήρησης της προθεσμίας καταγγελίας η σχετική αγωγή πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο μέσα σε σύντομη προθεσμία 3 εβδομάδων!
Απολύθηκα. Πρέπει να πάω στο γραφείο απασχόλησης; Πότε;
Με την ειδοποίηση της καταγγελίας ή με τη σύναψη της σύμβασης αποχώρησης, ο εργαζόμενος πρέπει να δηλωθεί αμελλητί ως άνεργος στο γραφείο απασχόλησης, ανεξάρτητα από το εάν θα κινηθεί κατά της καταγγελίας ή όχι.
Εάν αυτό δεν γίνει, μπορεί να προκύψουν σημαντικά μειονεκτήματα κατά τη χορήγηση παροχών από το γραφείο απασχόλησης. Προσοχή, μπλοκάρισμα των παροχών!
Τι σημαίνει «αμελλητί»;
Αυτό ορίζεται στο νόμο: Σύμφωνα με το άρθρο 121 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB) σημαίνει αμέσως «χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Με απλά λόγια: το συντομότερο δυνατό, κατά προτίμηση αμέσως.
Είμαι υποχρεωμένος να υπογράψω ένα έγγραφο καταγγελίας που μου έδωσε ο εργοδότης μου;
Όχι, σε καμία περίπτωση! Δεν υπάρχει υποχρέωση υπογραφής οποιουδήποτε εγγράφου που σας δίνει ο εργοδότης. Μόνο μετά από προσεκτική εξέταση και μόνο τότε, εφόσον (και μόνο εφόσον!) συμφωνείτε με το περιεχόμενο.
Υπέγραψα ένα γερμανικό έγγραφο, αλλά δεν κατάλαβα το περιεχόμενό του. Η υπογραφή μου έχει ισχύ;
Σχεδόν πάντα, ναι! Όταν υπογράφετε κάτι, είστε εσείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για το τι υπογράφετε! Ακόμα και αν το έγγραφο είχε συνταχθεί σε ξένη γλώσσα.
Εξαιρέσεις σε αυτό γίνονται δεκτές μόνο σε πολύ στενά όρια, για παράδειγμα εάν ο εργοδότης γνώριζε ότι δεν μπορούσατε να καταλάβετε τι περιείχε το έγγραφο και εκμεταλλεύτηκε σκόπιμα την άγνοιά σας.
Αλλά αυτό θα πρέπει να μπορείτε να το αποδείξετε. Ακόμα και τότε, ωστόσο, είναι δύσκολο να προσβληθεί δικαστικά το έγγραφο, γιατί οποιοσδήποτε υπογράφει κάτι, φέρει ο ίδιος την ευθύνη για την υπογραφή που έβαλε.
Απολύθηκα κατά τη διάρκεια της απουσίας μου λόγω ασθένειας! Μπορεί ο εργοδότης να το κάνει αυτό;
Ναι! Η πεποίθηση ότι η απόλυση δεν επιτρέπεται εάν κάποιος δεν μπορεί να εργαστεί, διότι είναι ανίκανος για εργασία λόγω ασθένειας, είναι λανθασμένη. Άρρωστοι ή όχι, δεν έχει καμία σημασία ως προς το δικαίωμα που έχει ο εργοδότης να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας.
Ο εργοδότης με απέλυσε ενώ βρισκόμουν σε διακοπές! Επιτρέπεται αυτό;
Άλλη μια διαδεδομένα λανθασμένη άποψη. Όποιος νομίζει ότι προστατεύεται από την καταγγελία του συμβολαίου εργασίας κατά τη διάρκεια των διακοπών, κάνει λάθος. Η σχέση εργασίας καταγγείλετε και κατά τη διάρκεια των διακοπών!
Προσοχή: Η προθεσμία των 3 εβδομάδων για την άσκηση αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης αρχίζει με την παραλαβή της καταγγελίας.
Με άλλα λόγια: τη στιγμή που είχατε την ευκαιρία να λάβετε γνώση του περιεχομένου του εγγράφου καταγγελίας υπό κανονικές συνθήκες. Αυτή είναι συνήθως η ημέρα κατά την οποία η γραπτή καταγγελία καταλήγει στο γραμματοκιβώτιό σας, εάν βρίσκεστε σε διακοπές!
Επομένως: Συνιστάται να αναθέσετε σε κάποιο αξιόπιστο άτομο της εμπιστοσύνης σας τον έλεγχο του γραμματοκιβωτίου σας κατά τη διάρκεια των διακοπών!
Εάν βρείτε μετά τις διακοπές σας στο γραμματοκιβώτιό μια ειδοποίηση καταγγελίας και η προθεσμία των 3 εβδομάδων έχει ήδη παρέλθει (αυτό μπορεί να συμβεί γρήγορα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών…), συνιστάται να ενεργήσετε γρήγορα και να υποβάλετε αίτηση για την εκ των υστέρων αποδοχή της αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου περί προστασίας από την απόλυση (Kündigungsschutzgesetz).
Το BAG (Bundesarbeitsgericht) συνήθως θεωρεί ότι η παραβίαση της προθεσμίας γίνεται χωρίς υπαιτιότητα, εάν η ειδοποίηση καταγγελίας ελήφθη κατά τη διάρκεια των διακοπών. Αλλά όχι αυτόματα, πρέπει να υποβληθεί αίτηση για την εκ των υστέρων αποδοχή της αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης!
Εάν ασκήσω αγωγή για αθέμιτη απόλυση, πώς λειτουργεί μετά η διαδικασία στο δικαστήριο εργατικών διαφορών;
Μετά την υποβολή της αγωγής, το εργατικό δικαστήριο ορίζει τη λεγόμενη ακρόαση συμβιβασμού. Σε αυτή την πρώτη συνάντηση, το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι αν είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μερών – εδώ μεσολαβεί το δικαστήριο.
Στην πράξη πρόκειται συχνά – αλλά όχι απαραίτητα – για την στιγμή κατά την οποία τα μέρη συμφωνούν τη λήξη της σχέσης εργασίας έναντι καταβολής αποζημίωσης.
Εάν ένα από τα μέρη δεν ενδιαφέρεται να καταλήξει σε συμφωνία, η διαδικασία θα συνεχιστεί. Αρχικά, συνήθως εγγράφως. Κάθε μέρος γράφει τα επιχειρήματά του σε δικόγραφα και προσφέρει αποδεικτικά στοιχεία.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται δεύτερη ακρόαση, κατά την οποία η υπόθεση εκδικάζεται για πρώτη φορά. Η ακρόαση αυτή ονομάζεται “Kammertermin”.
Στο τέλος το δικαστήριο είτε εκδίδει απόφαση είτε διατάσσει (ορίζει) ότι απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις, π.χ. με τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων.
Στη συνέχεια θα μπορούσε για παράδειγμα να οριστεί νέα ημερομηνία κατά την οποία θα ακουστούν μάρτυρες.
Η απόφαση του εργατικού δικαστηρίου ολοκληρώνει τον πρώτο βαθμό. Και τα δύο μέρη μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης, εάν το επιθυμούν.
Στη συνέχεια, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον του περιφερειακού εργατικού δικαστηρίου (Landesarbeitsgericht, LAG).
Ποιος πληρώνει τα έξοδα της προσφυγής ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου;
Υπάρχει μια σημαντική εξαίρεση του κανόνα ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων: Κανονικά, αυτός που χάνει στο δικαστήριο πρέπει πάντα να καταβάλει όλα τα δικαστικά έξοδα, και αυτά του αντιπάλου ο οποίος κέρδισε.
Όχι όμως σε πρώτο βαθμό ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου: Στις διαδικασίες του εργατικού δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό δεν υπάρχει επιστροφή εξόδων.
Κάθε διάδικος πληρώνει μόνος του την αμοιβή του δικηγόρου του, ανεξάρτητα από το ποιος κερδίζει ή χάνει. Τα δικαστικά τέλη όμως οφείλεται να καταβληθούν από τον ηττηθέντα διάδικο.
Υπό ορισμένες συνθήκες ωστόσο, δεν προκύπτουν καθόλου δικαστικά τέλη. Αυτό ισχύει στην περίπτωση που η δικαστική διαφορά λήγει σε συμβιβασμό ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου πρώτου βαθμού.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να χρεώσει το πολύ τα έξοδα που προκύπτουν από ταχυδρομικά τέλη ή/και από τα έξοδα εμπειρογνώμων.
Εάν δεν έχετε ασφάλεια νομικής προστασίας και δεν είστε σε θέση να πληρώσετε τα έξοδα μόνοι σας, μπορείτε να ζητήσετε το ευεργέτημα τις πενίας.
Το σχετικό έντυπο για την αίτηση θα το βρείτε εδώ. Σε περίπτωση που σας χορηγείτε, το κράτος θα αναλάβει τα δικαστικά έξοδα, όπως και τα έξοδα του δικηγόρου σας.
Γενικά η αμοιβή δικηγόρου και τα δικαστικά τέλη προκύπτουν από τον νόμο περί αμοιβών δικηγόρων (Rechtsanwaltsvergütungsgesetz, εν συντομία: RVG) και το Gerichtskostengesetz (GKG).
Η βάση για τον υπολογισμό είναι συνήθως η λεγόμενη επίμαχη αξία (Streitwert) που δεν πρέπει να μπερδεύεται με την ίδια την αμοιβή.
Σε περίπτωση απόλυσης ως επίμαχη αξία νοείται ο ακαθάριστος μισθός τριών μηνών. Τα τέλη και οι αμοιβές υπολογίζονται βάσει αυτής της αξίας.
Η αμοιβή του δικηγόρου στο παράδειγμα μιας αγωγής προστασίας κατά της απόλυσης, εάν ο εργαζόμενος έχει ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές 2.500€, εάν δηλαδή το επίδικο ποσό ανέρχεται σε 7.500€ (3 x 2.500€):
- Διαδικαστικό τέλ. αριθ. 3100, 1008 VV RVG, 1,3 (652,60€)
- Τέλ. Ακρόασης αριθ. 3104 VV RVG, 1,2 (602,40€)
- Δαπάνες αριθ. 7001 και 7002 VV RVG (20,00€)
- ΦΠΑ 19% (242,25€)
Συνολική αμοιβή δικηγόρου (1.517,25€)
Για το πρώτο συμβουλευτικό ραντεβού η μέγιστη αμοιβή για “καταναλωτές” – ο εργαζόμενος είναι συνήθως καταναλωτής – είναι 190,00 € συν ένα πάγιο ποσό για έξοδα και ο φόρος προστιθέμενης αξίας.
Χρειάζομαι απαραιτήτως δικηγόρο για να ασκήσω αγωγή σε δικαστήριο εργατικών διαφορών;
Όχι! Δεν υπάρχει υποχρέωση εκπροσώπησης από δικηγόρο ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου. Κατ’ αρχήν, ο καθένας μπορεί να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Υπάρχει επίσης ένα λεγόμενο “γραφείο νομικών αιτήσεων” (Rechtsantragstelle) σε κάθε εργατικό δικαστήριο.
Οποιοσδήποτε μπορεί να καταθέσει καταγγελίες, προτάσεις και άλλες δηλώσεις εκεί δωρεάν, οπότε δεν χρειάζεται να γράψετε τίποτα εσείς.
Για οικονομικούς λόγους, μπορεί να είναι πιο λογικό να καταθέσετε αίτηση μέσω του γραφείου νομικών αιτήσεων παρά να προσλάβετε δικηγόρο.
Τα μειονεκτήματα μπορεί να είναι ότι δεν υπάρχει προσωπική συμβουλή και ότι είστε μόνοι σας στην ακρόαση συμβιβασμού.
Έχω υπόλοιπο διακοπών και έχω λάβει απόλυση. Τι θα γίνει με τις υπόλοιπες διακοπές μου;
Κατ’ αρχήν, η άδεια πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη σε είδος – δηλαδή πραγματικά. Κατά κανόνα, δεν είναι δυνατή η καταβολή της άδειας σε χρήμα.
Αλλά σχεδόν κάθε αρχή έχει την εξαίρεσή της: Εάν η σχέση εργασίας έχει τερματιστεί (καταγγελία), τότε η άδεια συχνά δεν μπορεί πλέον να δοθεί λόγω της καταγγελίας.
Τότε (και μόνο τότε) πρέπει να αποζημιωθεί. Οι ανοικτές ημέρες αδείας πρέπει να μετατρέπονται σε χρήμα βάσει του μισθού και να καταβάλλονται.
Συχνά, όταν ένας εργαζόμενος απολύεται, απαλλάσσεται από την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων μέχρι το τέλος της περιόδου προειδοποίησης, με την ταυτόχρονη πίστωση της άδειας. Αυτό είναι επιτρεπτό- στην περίπτωση αυτή, δεν καταβάλλεται αποζημίωση αδείας.
Πρέπει να υπογράψω συμφωνία απόλυσης (Aufhebungsvereinbarung) με αντάλλαγμα την αποζημίωση απόλυσης;
Προληπτικά: Όχι. Πάντως όχι χωρίς προηγούμενη σχετική συμβουλή. Η συμφωνία λύσης της σύμβασης συνδέετε σχεδόν πάντα με τον κίνδυνο μπλοκαρίσματος στο γραφείο εργασίας (λιγότερο επίδομα ανεργίας!).
Μπορεί επίσης να είναι πολύ χαμηλή η αποζημίωση που σας προσφέρεται ή να μην λαμβάνονται υπόψη άλλα δικαιώματα που δικαιούστε.
Εργάζομαι, αλλά ο εργοδότης δεν μου δίνει σύμβαση! Επιτρέπεται να το κάνει αυτό;
Και πάλι, μια συνηθισμένη παρανόηση: αν ο εργοδότης σας “δεν σας δίνει σύμβαση”, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχετε σύμβαση! Δεν έχετε γραπτό συμβόλαιο. Αλλά έχετε σύμβαση!
Διευκρίνιση: η σύμβαση εργασίας δεν χρειάζεται να είναι γραπτή. Αν εργάζεστε κάπου και πληρώνεστε γι’ αυτό, έχετε μια προφορική σύμβαση εργασίας!
Αυτό είναι συνήθως πολύ καλύτερο από μια γραπτή σύμβαση εργασίας. Διότι εάν δεν υπάρχει λεπτομερής γραπτή σύμβαση εργασίας, τότε στη σχέση εργασίας εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του νόμου.
Και αυτές είναι σχεδόν πάντα ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους από τους κανόνες μιας γραπτής σύμβασης εργασίας που συντάσσεται από τους εργοδότες. Ο νόμος είναι με το μέρος σας.
Ο εργοδότης μου με απέλυσε προφορικά / μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου / μέσω whatsapp / μέσω sms. Ισχύει αυτό;
Όχι. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης πρέπει πάντα να γίνεται εγγράφως σύμφωνα με το άρθρο 623 BGB, ακόμη και αν ο ίδιος ο εργαζόμενος καταγγέλλει τη σχέση εργασίας.
Γραπτά σημαίνει: με υπογραφή! Η μορφή κειμένου (SMS, Whatsapp, e-mail) ΔΕΝ επαρκεί και είναι άκυρη!
Ο εργοδότης δεν πληρώνει τις υπερωρίες μου. Τι μπορώ να κάνω;
Όπως κάθε απαίτηση πληρωμής, έτσι και η αμοιβή υπερωριών μπορεί κατ’ αρχήν να διεκδικηθεί.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργαζόμενοι – δυστυχώς – έχουν το πλήρες βάρος της απόδειξης, οπότε οι πιθανότητες δεν είναι ιδιαίτερα καλές.
Ως εργαζόμενος, θα πρέπει να είστε σε θέση να αποδείξετε στο δικαστήριο όχι μόνο ότι οι υπερωρίες έγιναν όντως, αλλά και ότι ο εργοδότης διέταξε τις υπερωρίες ή τις ανέχτηκε εν γνώσει του.
Εάν υπάρχει χρονομέτρηση ή λογαριασμός υπερωριών, αυτό είναι σχετικά εύκολο να γίνει. Εάν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, πρέπει να τηρείτε τα δικά σας αρχεία υπερωριών και να καταγράφετε κάθε ώρα με την ημερομηνία, την ώρα και την ακριβή δραστηριότητα.
Μια πολύ λεπτομερής τεκμηρίωση των υπερωριών που πραγματοποιήθηκαν είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για να έχετε οποιαδήποτε πιθανότητα στο δικαστήριο.
Οι ασαφείς ισχυρισμοί συνήθως δεν έχουν καμία τύχη στο δικαστήριο. Ένα “ο συνάδελφός μου γνωρίζει για κάθε ώρα” δεν είναι δυστυχώς αρκετό.
Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να εργαστώ. Πρέπει να μείνω στο σπίτι;
Εξαρτάται! Είναι λάθος ότι πρέπει να μείνετε στο σπίτι σε κάθε περίπτωση.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι πρέπει να καταβάλλετε προσπάθεια για να ανακάμψετε.
Το τι επιτρέπεται να κάνετε και τι δεν επιτρέπεται να κάνετε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ασθένειά σας!
Αν κάποιος έχει σοβαρή κατάθλιψη, ένα ταξίδι ανάρρωσης στον ελληνικό ήλιο μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα για την αποκατάσταση της υγείας του.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αυτό θα πρέπει να εξακριβωθεί. Και, εάν είναι απαραίτητο, θα πρέπει να ενημερωθεί και ο ασφαλιστικός φορέας υγείας, εάν το επίδομα ασθενείας λαμβάνεται από εκεί.
Μπορεί επίσης να είναι σκόπιμο να ζητήσετε από τον γιατρό να βεβαιώσει εγγράφως ότι ένα τυχόν προγραμματισμένο ταξίδι δεν εμποδίζει την ανάρρωση.
Εάν έχετε σοβαρό κρυολόγημα, είναι πιθανό να ισχύει το αντίθετο, καθώς τότε θα είναι απαραίτητη η ξεκούραση στο κρεβάτι.
Εάν, για παράδειγμα, εργάζεστε ως σερβιτόρος και έχετε σπάσει το χέρι σας, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην συναντάτε φίλους, να μην βγαίνετε για φαγητό και ίσως ακόμη και να μην κάνετε ένα ταξίδι, εάν αυτό δεν επηρεάζει την ανάρρωσή σας.
Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνέχισης της καταβολής των αποδοχών (ανικανότητα προς εργασία), δεν μπορεί κανείς να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες γράφτηκε ρητά ότι είναι ανίκανος.
Επομένως, εξαρτάται πάντα από τη δραστηριότητα, γι’ αυτό και η άδεια ασθενείας αναφέρεται πάντα στη δραστηριότητα που ασκείται.
Διαβάστε ακόμα στο GRland.info:
- Συνθήκες Εργασίας στη Γερμανία – Συχνές Ερωτήσεις
- Ασφάλιση στη Γερμανία: Τι ισχύει – Δυνατότητες- Αρμόδιες Υπηρεσίες
Στήριξέ μας!
- Σας βοήθησε το άρθρο; Κοινοποιήστε το για να λάβουν γνώση περισσότεροι συμπατριώτες μας.
- Θέλετε να προσφέρουμε περισσότερα ποιοτικά άρθρα; Ακολουθήστε μας! Κάντε Like στη σελίδα μας στο Facebook και ενημερωθείτε για όλες τις τελευταίες εξελίξεις.