Έτοιμη η Γερμανία για στροφή προς μια μετα-οικονομική πολιτική;
Η παρωχημένη γερμανική πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων, η ανάγκη για χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων με δανεισμό και η μετάβαση στη «μεταοικονομία»
ΗΚαγκελάριος Angela Merkel, ο Πρόεδρος της Βουλής Wolfgang Shaeuble, πρώην υπουργός Οικονομικών και τέλος ο Διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Jens Weidmann ανήκουν πλέον για τη γερμανική, αλλά και την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, στο παρελθόν.
Αν δεχθούμε, ότι τα πρόσωπα, ως φορείς των αποφάσεων, παίζουν πάντα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, τότε με τις αλλαγές που κυοφορούνται, θα μπορούσε να περιμένει κανείς και μια στροφή στην πολιτική και ιδιαιτέρως στην οικονομική πολιτική.
Βεβαίως και σ’ αυτήν την περίπτωση όλα θα κριθούν εκ του μελλοντικού αποτελέσματος.
Τι δείχνουν όμως οι πρόδρομοι δείκτες, ώστε να οδηγούμαστε στην εκτίμηση ότι τελικά και στη Γερμανία, παρότι οι αλλαγές σε μια μεγάλη χώρα και ακόμη μεγαλύτερη οικονομία, ακολουθούν αργούς ρυθμούς, θα υπάρξουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από τη μέχρι σήμερα ασκούμενη οικονομική πολιτική;
Και τούτο, όχι μόνο σε ότι αφορά τους στόχους, αλλά και κυρίως στην επιλογή και τον προσανατολισμό του μείγματος των διαθεσίμων μέσων για την επιτυχία τους. Κινητήριος δύναμη προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι μόνο η αλλαγή που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές, αλλά και οι πιεστικές ανάγκες των καιρών.
Γιατί αναμένεται στροφή στη δημοσιονομική πολιτική
Ο Wolfgang Munchau, κορυφαίος Γερμανός δημοσιογράφος του “SPIEGEL” και τώρα των “Financial Times”, σε άρθρο του για την οικονομική πολιτική της Γερμανίας ανέφερε σκωπτικά, ότι «για να κατανοήσει κανείς αυτήν την πολιτική, πρέπει να είναι Γερμανός».
Πράγματι, το κυρίαρχο οικονομικό παράδειγμα που επικράτησε μεταπολεμικά στη Γερμανία εμπνεόταν από τις απόψεις των Ορντολιμπεραλιστών της Σχολής του Πανεπιστημίου του Freiburg (Walter Eucken, Franz Boehm) των αρχών της δεκαετίας του πενήντα.
Πρόκειται για ένα μείγμα πολιτικής, το οποίο συγγενεύει μεν με τη νεοφιλελεύθερη πρόταση, είναι μακριά από την Κεϋνσιανή, ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας το συγκεντρωτικό σχεδιασμό.
Προτείνει την εγκαθίδρυση πλέγματος δημόσιων θεσμών, οι οποίοι να διασφαλίζουν υγιείς ανταγωνιστικές συνθήκες, όπου το κράτος παραμένει αμέτοχο, τόσο στη διαδικασία λειτουργίας της οικονομίας όσο και σε ενδεχόμενες ανάγκες ρύθμισής της.
Πολύ απλά ο Ορντολιμπεραλισμός εκφράζεται με τη θέση: «Κρατικός σχεδιασμός των θεσμών ναι, κρατικός σχεδιασμός και ρύθμιση της οικονομικής διαδικασίας όχι».
Βασικό χαρακτηριστικό, η προσήλωση σε μια πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με την ακραία της έκφραση το μηδενικό έλλειμμα (μαύρο μηδενικό), η οποία δεν επέτρεπε την ανάληψη νέου χρέους.
Είναι όμως λογική η επιμονή στη συνέχιση μιας πολιτικής που ακυρώνει τη δημοσιονομική πολιτική, το σημαντικότερο εργαλείο χάραξης οικονομικής πολιτικής; Απαντά στα ερωτήματα του καιρού μας, είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του παρόντος, αλλά και κυρίως του μέλλοντος;
Μπορεί η ίδια η χώρα ασκώντας την ίδια πολιτική, να συμβαδίσει με τους ανταγωνιστές της, να συμβάλλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας και τέλος να παίξει το ρόλο της ως κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ενωμένη μας Ευρώπη;
Στην ανατολή της “metaverse” εποχής, η συντήρηση πολιτικών που αποδείχθηκε ότι οδηγούν σε αδιέξοδα, όπως το φρένο χρέους του Δημοσιονομικού Συμφώνου και η γερμανική εφαρμογή του μαύρου μηδενικού, όταν χρειάζονται γενναίες και αποφασιστικές πολιτικές πρωτοβουλίες, δεν είναι δυνατό να επαναπαυόμαστε στον αυτόματο πιλότο μονίμων περιοριστικών ρυθμίσεων.
Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο δανεισμός συμβάλλει στην πρόοδο και όχι στην οπισθοδρόμηση. Καμία επιχείρηση δεν έχει αναπτυχθεί χωρίς δανεισμό και κανένα κράτος με λελογισμένο δανεισμό, όταν χρησιμοποιεί τα κεφάλαια για έρευνα, παιδεία και επενδύσεις, δεν χρεοκόπησε επειδή δανείστηκε.
Αντίθετα, ο δανεισμός αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη, τη δημιουργία νέου πλούτου και θέσεων εργασίας. Σημασία έχει ο όγκος των δανείων και κυρίως ο τρόπος της αξιοποίησής τους.
Με την πολιτική του μηδενικού ελλείμματος, άλλωστε, η Γερμανία δεν κατάφερε να λύσει χρόνια προβλήματα, συμβάλλοντας μάλλον στην επιδείνωσή τους.
Η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε, ενώ το στεγαστικό πρόβλημα παραμένει οξύ, αφού η χώρα είναι ουραγός στην Ευρώπη με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 51%, όταν ακόμη και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση. Το ίδιο συμβαίνει με τις υποδομές, δρόμους, σχολεία, νοσοκομεία, κοινωνικές δομές, που απαιτούν εκσυγχρονισμό.
Επίσης καθυστερούν οι προσαρμογές στην ψηφιακή μετάβαση, με αποτέλεσμα η χώρα να υστερεί έναντι των ανταγωνιστών της, καθώς και στα μεγάλα προβλήματα που αφορούν στο μέλλον της χώρας αλλά και του πλανήτη, που είναι οι ενεργειακές αλλαγές (στην επίτευξη των στόχων για μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές βρίσκεται κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε.) και γενικότερα η κλιματική μεταβολή.
Είναι συνεπώς αυτονόητο, ότι οι καθυστερήσεις αλλά και οι νέες μεγάλες προκλήσεις απαιτούν την εφαρμογή ενός γιγαντιαίου, μακρόχρονου προγράμματος δημόσιων επενδύσεων.
Σε ότι αφορά τον εκσυγχρονισμό της χώρας απαιτούνται επενδύσεις της τάξεως των 4,5 τρισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία (IW), ενώ η εξασφάλιση κλιματικής ουδετερότητας θα κοστίσει άλλα 5 τρισ. ευρώ (KfW) μέχρι το 2035.
Η Γερμανία, η οποία δανείζεται με αρνητικό επιτόκιο, θα πρέπει να αξιοποιήσει τη θέση της και να προχωρήσει σε λελογισμένο και χρονικά καλά διαρθρωμένο δημόσιο δανεισμό, σε τέτοιο σημείο όμως, που να μην διακινδυνεύσει την πιστοληπτική διαβάθμιση AAA από τους οίκους αξιολόγησης, κάτι που δεν θα συνέφερε και τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους της, οι οποίοι ακριβώς λόγω Γερμανίας, στον αμοιβαίο δανεισμό που προσφάτως προσφεύγουν, δανείζονται με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Η απομόνωση της Γερμανίας στο συμβούλιο της ΕΚΤ
Σε ότι αφορά στη νομισματική πολιτική της χώρας, βασικός εκφραστής, μέχρι τα τέλη του έτους (όπως αναφέρει στην επιστολή παραίτησης) είναι ο Jens Weidmann.
Ο άλλοτε πανίσχυρος Διοικητής της Bundesbank τα τελευταία χρόνια έζησε στιγμές ταπείνωσης. Καμία από τις προτάσεις, απόψεις, ιδέες του δεν έγιναν αποδεκτές στο Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της οποίας είναι μέλος. Η ΕΚΤ έλαβε σωρεία αποφάσεων επεκτατικού κυρίως χαρακτήρα, τις οποίες όλες, ο ορντολιμπεραλιστής κύριος Weidmann, είτε καταψήφισε είτε απείχε από την ψηφοφορία.
Πιστός στην άποψη ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να συμμετέχει στην προσπάθεια για σωτηρία του ευρώ και την ανάκαμψη των οικονομιών μετά από δύο αλλεπάλληλες κρίσεις, αρκέστηκε να υπενθυμίζει την αδικία που συντελείται εις βάρος της Γερμανίας, όπου ενώ συμμετέχει με 21,5% στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, η ψήφος της μετράει όσο και της Μάλτας με 0,08%.
Το νέο αφήγημα για το επόμενο χρονικό διάστημα, το οποίο προβάλλει σθεναρά και ο εκκολαπτόμενος για τη θέση του υπουργού οικονομικών της χώρας, Christian Lindner, συνοψίζεται στην απαίτηση για άμεση διακοπή της παροχής ρευστότητας κυρίως με την αγορά των ομολόγων από τις υπερχρεωμένες χώρες, κάτι το οποίο όμως δε γίνεται αποδεκτό από την Πρόεδρο της Τράπεζας κ. Lagarde, η οποία προτιμά μια σταδιακή, προσεκτική μετάβαση σε πιο σταθεροποιητικές πολιτικές.
Εξάλλου, η Πρόεδρος της ΕΚΤ με επανειλημμένες δηλώσεις της δείχνει ότι έχει κατανοήσει τις ανάγκες της νέας εποχής για μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες πρέπει να συνοδευτούν με ρευστότητα.
Συμπερασματικά, τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν στο μέλλον της Ευρώπης αλλά και της ανθρωπότητας απαιτούν επαναστατικές αλλαγές. Αν δεν θέλουμε να επαληθευτεί ο δεινόσαυρος Φράνκι και να υλοποιηθεί το σύνθημα των οικολόγων στις παράπλευρες συνεδριάσεις και συγκεντρώσεις στη διάσκεψη για το κλίμα της Γλασκώβης «όχι άλλα λόγια, θέλουμε πράξεις», τότε ένας δρόμος υπάρχει. Δημόσιες επενδύσεις και πάλι επενδύσεις. Δεν αρκεί όμως η πολιτική βούληση.
Απαιτείται και η κινητοποίηση των αναγκαίων πόρων για να υλοποιηθούν. Οι πόροι προέρχονται από δύο πηγές. Ή από τα αποθέματα των κρατικών ταμείων ή από νέο δανεισμό. Όμως, επειδή μετά από δύο κρίσεις οι προϋπολογισμοί των κρατών έχουν εξαντληθεί, ο δημοσιονομικός χώρος που διαθέτουν είναι ελάχιστος έως ανύπαρκτος. Συνεπώς η χρηματοδότηση θα πρέπει να γίνει μέσω νέου δανεισμού.
Οι ανάγκες δε είναι τόσο μεγάλες αλλά και πιεστικές, ώστε κανένα Δημοσιονομικό Σύμφωνο και κανένα μαύρο μηδενικό δεν είναι σε θέση να ακυρώσει αυτές τις επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Είναι σαφές, ότι η ψηφιακή μετάβαση και οι αλλαγές σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας που απαιτούνται για την κλιματική αλλαγή, θα μας οδηγήσουν εκτός από μια νέα εποχή αλλά και σε πιο τολμηρές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική. Αυτές, θα είναι δε τόσο μεγάλες και βαθιές, που δικαίως θα μιλούμε πλέον για μετάβαση στη «μεταοικονομία».
* Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Μην μαθαίνεις τα νέα από τη Γερμανία τελευταίος!
Κάνε Like στη σελίδα μας στο Facebook και ενημερώσου πρώτος για όλες τις τελευταίες εξελίξεις. Έγκαιρη, έγκυρη και ανεξάρτητη ενημέρωση. Όλες οι τελευταίες Ειδήσεις από τη Γερμανία, την Ελλάδα και τον κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.