Ακούγοντας τους Γερμανούς πολιτικούς που διεκδικούν τη νίκη στις ομοσπονδιακές εκλογές του επόμενου μήνα, μπορεί λανθασμένα να συμπεράνετε ότι οι “τεμπέληδες” δικαιούχοι προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας είναι η κύρια αιτία των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας.
Αυτό το θλιβερό αφήγημα κινδυνεύει να αποσπάσει την προσοχή μας από τις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γερμανία, ενώ στιγματίζει τους μετανάστες και τροφοδοτεί την υποστήριξη προς την ακροδεξιά.
Οι Γερμανοί δικαιολογημένα ανησυχούν για το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και την ενσωμάτωση εκατομμυρίων νεοαφιχθέντων προσφύγων, τη στιγμή που οι δημόσιες δαπάνες περιορίζονται από υπερβολικά αυστηρούς κανόνες δανεισμού.
Αυτό το πλαίσιο εξηγεί γιατί η ενίσχυση για τους μακροχρόνια ανέργους με εισοδηματικό κριτήριο – γνωστή ως Bürgergeld (επίδομα του πολίτη) και με κόστος περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως – έχει γίνει δημοφιλές θέμα συζήτησης (και πολιτικός αποδιοπομπαίος τράγος) κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Σχεδόν τα μισά από τα 5,5 εκατομμύρια άτομα που καλύπτονται από αυτό το δίχτυ οικονομικής προστασίας είναι αλλοδαποί, πολλοί από τους οποίους διαφεύγουν από χώρες που μαστίζονται από τον πόλεμο, όπως η Ουκρανία και η Συρία. (Για λόγους σύγκρισης, ο συνολικός πληθυσμός της Γερμανίας είναι περίπου 83 εκατ.).
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο συντηρητικός υποψήφιος της CDU/CSU που ηγείται της κούρσας για το τιμόνι της καγκελαρίας, έχει δηλώσει ότι μία από τις πρώτες ενέργειές του θα ήταν να αντικαταστήσει το Bürgergeld με μια πιο αυστηρή βασική κοινωνική ασφάλιση (Grundsicherung), απελευθερώνοντας έτσι δημοσιονομικό χώρο για μείωση φόρων για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους.
Οι νεοαφιχθέντες [σσ. πρόσφυγες] από την Ουκρανία θα πρέπει να αρκεστούν σε λιγότερα, ενώ όποιος δεν επιθυμεί να εργαστεί, θα χάσει εντελώς τα επιδόματα.
Όπως και το CDU, οι φιλοεπιχειρηματίες Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) πρότειναν οι αιτούντες επιδόματα να υποχρεώνονται να συμμετέχουν σε δημόσια έργα, όπως ο καθαρισμός πάρκων και σιδηροδρομικών σταθμών ή βοηθητικές θέσεις σε παιδικούς σταθμούς και σχολεία.
Ακόμα και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) – οι οποίοι το 2023 ηγήθηκαν μιας μεταρρύθμισης των επιδομάτων για τους μακροχρόνια άνεργους (παλαιότερα γνωστής ως Hartz IV) ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην επαγγελματική κατάρτιση αντί να αναγκάζονται να αναλαμβάνουν την πρώτη διαθέσιμη θέση – προσπαθούν τώρα να φανούν αυστηροί απέναντι σε δικαιούχους που αρνούνται να εργαστούν.
Το Σύνταγμα της Γερμανίας εγγυάται το δικαίωμα σε ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και αποτρέπει υπερβολικά αυστηρές οικονομικές κυρώσεις για όσους δεν συνεργάζονται.
Αλλά τα κυρίαρχα κόμματα φοβούνται ότι αν φανούν υπερβολικά “μαλθακά”, θα χάσουν την υποστήριξη ψηφοφόρων οι οποίοι μπορεί να μεταναστεύσουν προς την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Μαζί με την υπεράσπιση μιας αναγκαστικής απέλασης μεταναστών (γνωστή και ως “επαναμετανάστευση”), το AfD υποστηρίζει ότι οι αλλοδαποί δεν θα πρέπει να δικαιούνται Bürgergeld πριν από τη συμπλήρωση δέκα χρόνων εργασίας.
Δεν λέω ότι οι πολιτικοί πρέπει να αγνοήσουν το θέμα – η σιωπή θα βοηθούσε μόνο το AfD. Αντίθετα, η έκκλησή μου αφορά μια πιο διεξοδική συζήτηση. Δυστυχώς, η συζήτηση κινδυνεύει να αποκολληθεί από τα πραγματικά γεγονότα.
Πέρυσι υπήρχαν περίπου 46 εκατομμύρια εργαζόμενοι στη Γερμανία, ένα ιστορικό υψηλό.
Ενώ το ποσοστό ανεργίας έχει σημειώσει άνοδο στο περίπου 6%, εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από την εποχή που ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ πέρασε τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας “Hartz” πριν από δύο δεκαετίες και δήλωσε ότι “δεν υπάρχει δικαίωμα στην τεμπελιά στην κοινωνία μας”. (Μεταξύ άλλων, οι μεταρρυθμίσεις αυτές μείωσαν την περίοδο κατά την οποία τα επιδόματα ανεργίας συνδέονται με προηγούμενες αποδοχές και εισήγαγαν ένα χαμηλότερο ποσό για τους μακροχρόνια ανέργους).
Ο αριθμός των δικαιούχων των Bürgergeld /Hartz IV έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά η ταυτότητά τους έχει επίσης αλλάξει: Περίπου το 47% είναι αλλοδαποί, σε σύγκριση με μόλις 20% το 2010.
Ωστόσο, το σύνολο των 5,5 εκατομμυρίων ακούγεται πιο δραματικό απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα: Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται περίπου 1,8 εκατομμύρια παιδιά, καθώς και περίπου 2 εκατομμύρια άτομα που είτε δεν μπορούν να εργαστούν επειδή φροντίζουν παιδιά ή ηλικιωμένους συγγενείς, είτε σπουδάζουν, είτε είναι άρρωστοι, είτε εργάζονται αλλά κερδίζουν πολύ λίγα για να συντηρήσουν τον εαυτό τους.
Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1,7 εκατομμύρια άτομα είναι σε αναζήτηση εργασίας, τα οποία θεωρητικά θα μπορούσαν να εργαστούν αλλά δεν εργάζονται (ακόμη), παρά το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς έχουν προβλήματα υγείας ή στερούνται προσόντων.
Αν και τα επιδόματα αυτά αυξήθηκαν κατά 12% το 2024 για να αντανακλούν το αυξημένο κόστος ζωής, δεν θα υπάρξει αύξηση φέτος και οι πληρωμές δεν είναι καθόλου πλουσιοπάροχες – ένας ενήλικας που ζει μόνος του λαμβάνει 563 ευρώ το μήνα, οι οικογένειες παίρνουν περισσότερα και υπάρχουν επιδόματα για το ενοίκιο και τη θέρμανση.
Ωστόσο, η διεκδίκηση επιδομάτων δεν είναι πιο προσοδοφόρα από την εργασία, λένε οι ακαδημαϊκοί, εν μέρει επειδή ο κατώτατος μισθός έχει επίσης αυξηθεί.
Οι δικαιούχοι συχνά νιώθουν ντροπή που στηρίζονται σε κρατικά επιδόματα, και μόνο μια μειοψηφία δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες.
Περίπου 128.000 άτομα (2,6% του συνόλου των δικαιούχων) υπέστησαν κυρώσεις το 2023 για παραβάσεις όπως η μη εμφάνιση σε προγραμματισμένο ραντεβού στο κέντρο εργασίας, ενώ περίπου 22.000 είδαν τα επιδόματά τους να μειώνονται επειδή απέρριψαν μια θέση εργασίας κατά το 12μηνο έως τον Αύγουστο του 2024.
“Δεν μπορεί κανείς να γενικεύσει ότι οι δικαιούχοι του Bürgergeld είναι τεμπέληδες”, προειδοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα ο συμπρόεδρος του κόμματος SPD Λαρς Κλίνγκμπεϊλ.
Ο πληθυσμός της Γερμανίας σε ηλικία εργασίας πρόκειται να συρρικνωθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς η μεγάλη γενιά του baby boom συνταξιοδοτείται, και υπάρχουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο κενές θέσεις εργασίας.
Έτσι, η βοήθεια προς τους μακροχρόνια άνεργους να βρουν εργασία είναι απαραίτητη, ενώ αυτό θα ηρεμούσε επίσης τους φορολογούμενους διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν αδικούνται, ενώ θα ενίσχυε την υποστήριξη προς τη μετανάστευση, κάτι που χρειάζεται η Γερμανία.
Αν και μπορεί να ακούγεται λογικό να απαιτηθεί από όσους λαμβάνουν την υποστήριξη των φορολογουμένων να αναλάβουν δημόσια έργα – όπως σχεδιάζει η βορειοανατολική πόλη Σβέριν – τέτοια προγράμματα μπορεί να απαιτούν πρόσθετες δαπάνες και ανθρώπινο δυναμικό για τη διαχείρισή τους και θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή εκείνων που αναζητούν εργασία από την απόκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων.
Μπορεί κατά καιρούς η διαδικασία να ήταν αργή, αλλά συνολικά, η Γερμανία έχει κάνει αξιοπρεπή βήματα στην ενσωμάτωση των νεοαφιχθέντων στην αγορά εργασίας.
Από τον αριθμό των προσφύγων που έφτασαν το 2015, για παράδειγμα, περίπου το 64% είχε βρει εργασία μέχρι το 2022.
Είναι πιθανόν ότι πολλοί από τους περισσότερους από ένα εκατομμύριο Ουκρανούς που εμφανίστηκαν το 2022 θα βρουν επίσης δουλειά μόλις αναγνωριστούν τα προσόντα τους, μάθουν γερμανικά και βρουν φροντίδα για τα παιδιά τους [σσ. όσο εργάζονται] (κάτι που δεν είναι πάντα απλό).
Ο θανών τρικομματικός συνασπισμός διαφωνούσε συνεχώς για τις προτεραιότητες των δαπανών, συμπεριλαμβανομένου του Bürgergeld, λόγω του συνταγματικού περιορισμού για νέο δανεισμό.
Ο Μερτς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μεταρρύθμισης του λεγόμενου φρένου χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι η Γερμανία θα θέσει πρώτα υπό έλεγχο τις κοινωνικές δαπάνες.
Ωστόσο, τα επιδόματα των μακροχρόνιων ανέργων (και η διαχείρισή τους) αποτελούν λιγότερο από το 10% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και επισκιάζονται από τις συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Η Γερμανία έχει ένα διανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το οποίο οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν για τους σημερινούς συνταξιούχους, απαιτώντας έτσι μαζικές επιπρόσθετες πληρωμές από τον προϋπολογισμό.
Οι πολιτικές που θα βοηθήσουν αυτούς που αποταμιεύουν να προχωρήσουν σε φορολογικά αποδοτικές επενδύσεις σε μετοχές και να μειώσουν έτσι την πίεση στην κρατική σύνταξη είναι απαραίτητες.
Η Γερμανία θα πρέπει επίσης να επικεντρωθεί στην παροχή βοήθειας στους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης (συχνά γυναίκες) και σε όσους πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση, ώστε να εργαστούν περισσότερο, καθώς και σε μέτρα για τη μείωση του αυξανόμενου αριθμού ημερών ασθένειας.
Ίσως είναι υπερβολικό να περιμένουμε από τους πολιτικούς να μιλήσουν περισσότερο για αυτά τα ζητήματα αντί να επιδίδονται σε λαϊκιστικές επιθέσεις κατά των μεταναστών και των φτωχών.
Αλλά η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα αρκετά σύντομα.
Πηγή: Chris Bryant | Bloomberg Opinion
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου | Capital