Η καθημερινότητα των Γερμανών καταναλωτών είναι γεμάτη από προϊόντα αμερικανικών πολυεθνικών: από το Google, μέχρι τις παραγγελίες στο Amazon και την Coca-Cola από το περίπτερο.
Παρά τις αυξανόμενες πολιτικές εντάσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, αλλά και την απειλή νέων δασμών, η ιδέα του μποϊκοτάζ κατά των αμερικανικών προϊόντων παραμένει στα όρια του περιθωρίου στη Γερμανία – και δη στο Μόναχο.
Αμερικανικά προϊόντα παντού – αλλά λίγοι λένε «όχι»
Το 2023, η Γερμανία εισήγαγε προϊόντα αξίας 95 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις ΗΠΑ, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση μετά την Κίνα και την Ολλανδία.
Όμως, όπως προειδοποιούν ειδικοί, η αντίδραση της ΕΕ στην πολιτική δασμών του προέδρου Donald Trump ίσως οδηγήσει σε αύξηση τιμών για τον τελικό καταναλωτή, καθώς το κόστος θα μετακυλιστεί στην αγορά.
Πέρα από τους δασμούς, αναπτύσσονται και άλλες εναλλακτικές μορφές αντίδρασης.
Η πλατφόρμα goeuropean.org, που προέκυψε από κοινότητα χρηστών του Reddit, καλεί τους πολίτες να προτιμήσουν ευρωπαϊκά προϊόντα.
Εκεί προτείνονται επιλογές όπως Deepl αντί για Google Translate, Zalando αντί για Amazon, ή Fritz-Kola αντί για Coca-Cola.
Όπως τονίζουν οι διαχειριστές της πρωτοβουλίας: «Η Ευρώπη έχει πολλές καλές εταιρείες, αλλά υστερούν σε ορατότητα σε σχέση με τα παγκόσμια brands».
Στο Μόναχο, λίγοι συμμετέχουν – και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν
Παρ’ όλα αυτά, το μποϊκοτάζ στις ΗΠΑ παραμένει περιθωριακό φαινόμενο στη Βαυαρία.
Σύμφωνα με τον Bernd Ohlmann, εκπρόσωπο του Βαυαρικού Εμπορικού Συνδέσμου, οι σχετικές κινήσεις είναι μεμονωμένες.
Από τους περίπου 20 πολίτες που ρωτήθηκαν μπροστά σε σούπερ μάρκετ και φαρμακεία στο Μόναχο, μόνο δύο γυναίκες δήλωσαν συνειδητή αποχή από αμερικανικά προϊόντα.
Η Rebekka Tanzer αποφάσισε να σταματήσει να αγοράζει Philadelphia και Heinz-Ketchup, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αφού οι Αμερικανοί λένε “buy American”, μπορούμε κι εμείς να πούμε “buy European”».
Αντίστοιχα, η Marion M. βρίσκει την ιδέα του μποϊκοτάζ «cool», αλλά παραδέχεται ότι είναι δύσκολο να αποφύγει εντελώς τα αμερικανικά προϊόντα, καθώς συχνά δεν είναι σαφές από πού προέρχεται το κάθε προϊόν.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ, κάποιοι καταναλωτές γυρίζουν ανάποδα προϊόντα στα ράφια ώστε να επισημάνουν την προέλευσή τους – ενέργεια που πάντως δεν έχει ευρεία απήχηση, σύμφωνα με τον Ohlmann.
Η πλειοψηφία δεν ασχολείται – η Coca-Cola παραμένει δημοφιλής
Για την πλειονότητα των καταναλωτών, η χώρα προέλευσης δεν παίζει ρόλο.
Ο Raphael S. δηλώνει: «Αγοράζω ό,τι έχει καλή σχέση ποιότητας-τιμής», ενώ η Angelika W. παραδέχεται πως δεν σκοπεύει να σταματήσει να πίνει Coca-Cola.
Ο Ohlmann επισημαίνει πως ένα τέτοιο μποϊκοτάζ δεν θα έχει άμεσο αποτέλεσμα αν δεν αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, υπενθυμίζει ότι και στο παρελθόν μικρές κινήσεις εξελίχθηκαν σε μεγάλα κοινωνικά φαινόμενα, όπως το παράδειγμα της Shell στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν το κοινό αντέδρασε στην απόρριψη της πλατφόρμας Brent Spar.
Πτώση στις πωλήσεις Tesla – αλλά περιορισμένη επίδραση γενικά
Υπάρχουν ήδη κάποιες ενδείξεις επιρροής του αντι-αμερικανικού κλίματος.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Οδικής Κυκλοφορίας (KBA), οι νέες ταξινομήσεις αυτοκινήτων Tesla στη Γερμανία μειώθηκαν τον Φεβρουάριο κατά 76% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Παρόλα αυτά, οι ειδικοί δεν αναμένουν μαζικό μποϊκοτάζ. Ο Andreas Baur, ειδικός στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις του Ινστιτούτου Ifo στο Μόναχο, εκτιμά ότι μια γενικευμένη αποχή είναι απίθανη.
Όπως εξηγεί, ένα τέτοιο μέτρο θα έπρεπε να περιλαμβάνει καταναλωτικά αγαθά, υπηρεσίες, επενδυτικά και βιομηχανικά προϊόντα – δηλαδή να αφορά και τις επιχειρήσεις, όχι μόνο τα νοικοκυριά.
Πολύπλοκη εξάρτηση – και πιθανό οικονομικό μπούμερανγκ
Το μποϊκοτάζ, ακόμη κι αν είχε στήριξη, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί, εξαιτίας της παγκοσμιοποιημένης αλυσίδας παραγωγής.
Ο Ohlmann φέρνει το παράδειγμα του εργοστασίου της Tesla στο Brandenburg, όπου η παραγωγή, οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές είναι γερμανικοί, παρά την αμερικανική ιδιοκτησία.
Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Αν προχωρήσουμε σε μποϊκοτάζ, θα πλήξουμε τον ίδιο μας τον εαυτό – και οι Αμερικανοί, και οι Ευρωπαίοι, και οι Γερμανοί».
Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Baur, ο οποίος τονίζει ότι η εγκατάλειψη των αμερικανικών υπηρεσιών και ενδιάμεσων προϊόντων θα αποδυνάμωνε την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας.
Ένα ακριβό πείραμα για τον καταναλωτή
Οι ελπίδες ότι ευρωπαϊκές ή γερμανικές εταιρείες θα επωφεληθούν σημαντικά δεν φαίνεται να ευσταθούν, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Αν και μεμονωμένοι κλάδοι ίσως κερδίσουν, η συνολική οικονομία θα υπέστη απώλεια πλούτου και ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων.
Όπως επισημαίνει ο πελάτης Erich Nehr, ένα τέτοιο σενάριο θα σήμαινε πως «θα έπρεπε να τα παράγουμε όλα μόνοι μας» – κάτι που απαιτεί πόρους, εργατικό δυναμικό και υψηλό κόστος.
Ο Ohlmann κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: Αν η Ευρώπη προβεί σε γενικευμένο μποϊκοτάζ, η αμερικανική πλευρά θα μπορούσε να αντιδράσει με δικούς της περιορισμούς, οδηγώντας σε εμπορικό πόλεμο.
Όπως τονίζει, αυτό θα ήταν «ένα αυτογκόλ για την Ευρώπη».