13 Φεβρουαρίου 1945: Ο Βομβαρδισμός της Δρέσδης
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα συμβάντα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι βομβαρδισμοί κατά μεγάλων γερμανικών πόλεων αποφασίστηκαν από τους συμμάχους στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Αστραπόβροντο»…
Σε μια πράξη που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, 1.300 βρετανικά και αμερικανικά βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν για τρείς συνεχόμενες μέρες την πόλη της Δρέσδης.
Ο βομβαρδισμός της πόλης, που ηταν σημαντικός κόμβος σιδηροδρόμων και οδικών αρτηριών (αλλά τίποτα περισσότερο στρατηγικά), ήρθε ως αποτέλεσμα της μακράς στρατηγικής βομβαρδισμού των αστικών κέντρων της Γερμανίας από τις συμμαχικές αεροπορίες.
Κάτι που εκτραχύνθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της μάχης των Αρδεννών και της ανακάλυψης των πρώτων στρατοπέδων εξόντωσης στη Γερμανία.
Ειδικά η γερμανική αντεπίθεση στις Αρδέννες και οι σκληρές μάχες που ακολούθησαν ήταν καθοριστική για την απόφαση των επιτελών.
Οι αμερικανικές κυρίως απώλειες από αυτές τις μάχες ήταν σημαντικότατες: 140.000 Αμερικανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν μέσα στο δίμηνο από τον Δεκέμβριο του 1944 ως τον Φεβρουάριο του 1945, οι 27.000 από αυτούς μέσα στην εβδομάδα πριν τη Δρέσδη.
Δεν ήταν μόνον η γερμανική αντίσταση υπεύθυνη για αυτό αλλά και ο υψηλός βαθμός “κατανάλωσης” των Αμερικανών στρατιωτών που είχε οδηγήσει πλημμελώς εκπαιδευμένους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή.
Από την άλλη, η ανακάλυψη του δικτύου των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συστηματικής εξόντωσης των Εβραϊκής καταγωγής κρατουμένων και άλλων εθνοτικών ή κοινωνικών ομάδων, έπεισε τους πολιτικούς και στρατιωτικούς επικεφαλής ότι το ναζιστικό κατεστημένο παρέμενε απίστευτα επικίνδυνο και οι Σύμμαχοι όφειλαν να το ποδηγετήσουν το γρηγορότερο.
Ο βομβαρδισμός πόλεων της Γερμανίας αποτελούσε έμπνευση του Τσώρτσιλ από την αρχή του πολέμου και εκκίνησε το 1940 ενώ η μάχη της Γαλλίας ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ο Τσώρτσιλ πίστευε πως στέλνοντας μεγάλους αριθμούς βομβαρδιστικών στα γερμανικά μετόπισθεν για να χτυπήσουν “μαλακούς” στόχους (διυλιστήρια, αποθήκες καυσίμων, εργοστάσια, φράγματα, κόμβους συγκοινωνιών και στη συνέχεια και κατοικημένες περιοχές) θα ανάγκαζε την γερμανική αεροπορία να αποσύρει σημαντικούς αριθμούς καταδιωκτικών για να προστατέψει τα νώτα της.
Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα είτε να αφήσει τα βομβαρδιστικά της πρώτης γραμμής έκθετα, υπονομεύοντας έτσι την γερμανική κυριαρχία πάνω από το πεδίο της μάχης είτε τη μείωση των αποστολών σε αυτό.
Ο Τσώρτσιλ έκανε λάθος στους υπολογισμούς του καθώς τα βρετανικά βομβαρδιστικά βομβάρδισαν με μικρή επιτυχία γερμανικούς στόχους τους πρώτους μήνες, υπό την πλήρη απουσία της γερμανικής αεροπορίας.
Οι Γερμανοί έστρεψαν τελικά την προσοχή τους στα βρετανικά βομβαρδιστικά μόλις μετά το τέλος της εκστρατείας στη Γαλλία, αλλά ήταν το γεγονός του γερμανικού βομβαρδισμού του Λονδίνου στις 24 Αυγούστου του 1940 που προκάλεσε την μεγάλη βρετανική απάντηση το επόμενο βράδυ και άνοιξε το κρεσέντο βομβαρδισμού των αστικών κέντρων των δύο Δυνάμεων.
Στο εξής, τα συμμαχικά βομβαρδιστικά αποτελούσαν συχνούς αλλά χαρακτηριστικά άστοχους τιμωρούς των γερμανικών κέντρων, παρά τη βελτίωση των τακτικών τους και το γεγονός ότι εμφανίζονταν σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς.
Στις 22:00 της 13ης Φεβρουαρίου, τα πρώτα 800 βρετανικά βομβαρδιστικά εμφανίστηκαν πάνω από τη Δρέσδη, στέλνοντας με το βόμβο των 3.000 και πλέον κινητήρων τους περισσότερους αμάχους και αιχμαλώτους στα καταφύγια.
Όταν θα έβγαιναν από αυτά, η μισή πόλη θα είχε εξαϋλωθεί.
Η επίθεση ξεκίνησε με τα Lancasters να ρίχνουν φωτοβολίδες μαγνησίου που έπεφταν με αλεξίπτωτα φωτίζοντας το πεδίο.
Ακολούθησαν με διαφορά λεπτών Mosquito που έριξαν 450 κιλά φωτιστικών σημαντήρων (T.I.) που δημιούργησαν μια ερυθρή κουκίδα με επίκεντρο το στάδιο Ostragehege στο κέντρο της Δρέσδης δίπλα ακριβώς στην μεσαιωνική πόλη, που διατηρούσε ακόμα παλιά κτίρια από ξύλο.
Αυτό που ακολούθησε ήταν το κύριο κύμα με βομβαρδιστικά (Δύναμη Plate Rack) που άφησαν ένα μίγμα 3.900 τόνων εκρηκτικών και εμπρηστικών βομβών.
Έτσι θα δημιουργηθεί το φαινόμενο της πύρινης θύελλας στο κέντρο της πόλης καταστρέφοντάς το τελείως και απανθρακώνοντας τους κατοίκους του και τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην πανεπιστημιούπολη.
Ακολούθησε άλλο ένα κύμα τεσσάρων μεγάλων σχηματισμών που λίγο μετά τη 01:00 το πρωί και με τη μισή πόλη στις φλόγες έβλεπαν καθαρά το μέγεθος της καταστροφής.
Οι χειριστές αποφάσισαν να επεκτείνουν το μέτωπο της καταστροφής ρίχνοντας τις βόμβες τους στις γύρω συνοικίες.
Η επίθεση συνεχίστηκε το επόμενο μεσημέρι και βράδυ καθώς και τη 15η Φεβρουαρίου, από μεγάλες συγκεντρώσεις βομβαρδιστικών που ξεπέρασαν τα 2.000 αεροσκάφη μαζί με τα καταδιωκτικά συνοδείας.
Αν και η Διοίκηση Βομβαρδισμού έθεσε περισσότερους στόχους στην ευρύτερη περιοχή, η πυκνή νέφωση που επικρατούσε έκανε πολλά σμήνη να κατευθυνθούν προς τον εναλλακτικό στόχο, δηλαδή και πάλι την ίδια την Δρέσδη.
Η καταστροφή ήταν μεγάλη. Τα θύματα του βομβαρδισμού παρέμειναν ανυπολόγιστα αφού 100.000 άνθρωποι είχαν εισρεύσει από άλλες εμπόλεμες ζώνες, πιστεύοντας πως η Δρέσδη, που ως τότε είχε μείνει σχετικά αλώβητη από βομβαρδισμούς, ήταν ασφαλές καταφύγιο.
Το 2010 επιτροπή ιστορικών κατέληξε ότι τα θύματα ήταν μεταξύ 22-25.000.
Η καταστροφή της Δρέσδης σόκαρε την γερμανική κοινή γνώμη καθώς ήταν μια πόλη αφιερωμένη στις τέχνες και στα γράμματα κι όχι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο ή στρατιωτικός στόχος.
Από τακτικής πλευράς, οι γερμανικές δυνάμεις κατόρθωσαν παρόλο το χάος να καθαρίσουν τους σημαντικότερους δρόμους και να επαναλειτουργήσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα.
Επίσημα, η συμμαχική πλευρά ισχυρίστηκε πως ο βομβαρδισμός έγινε για να ανακουφίσει την σοβιετική επίθεση που λάμβανε χώρα ανατολικότερα, διαταράσσοντας τις γερμανικές συγκοινωνίες και τη ροή ενισχύσεων και υλικού αλλά και αυτό το επιχείρημα είναι μάλλον ασθενές.
Είκοσι περίπου χρόνια μετά τον πόλεμο, κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Δρέσδη αποτέλεσε μια προειδοποίηση όχι προς το ίδιο το Ράιχ αλλά προς τη Μόσχα, που λίγο μετά θα καταλάμβανε την πόλη, για να δείξει την ισχύ πυρός της συμμαχικής αεροπορίας.
Το επιχείρημα αυτό, βαπτισμένο από το πνεύμα του Ψυχρού Πολέμου, προβάλλει μια πραγματικότητα που το 1945 δεν ήταν ακόμη σαφής.
Τότε ο εχθρός ήταν η Γερμανία στην Ευρώπη και η Ιαπωνία στην Ανατολή και κανένας άλλος.
Η Δρέσδη, που σε τρεις μέρες βομβαρδισμού καταστράφηκε σε ποσοστό 59% δεν ήταν και η πλέον βομβαρδισμένη πόλη του πολέμου της Γερμανίας (Αμβούργο 75%, Μάιντζ 80%, Μπόχουμ 85%) ούτε καν πρώτη σε όγκο βομβών που ρίφθηκαν (Δρέσδη 642.000 τόνοι, Μόναχο 841.000 τ., Αμβούργο 1.129.000 τ., Βερολίνο 4.339.000 τ.).
Αλλά η συμπυκνωμένη χρονικά τιμωρία της πόλης, η πολιτιστικής της αξία και ο μεγάλος φόρος αίματος σε τόσο μικρό χώρο πέτυχαν το σκοπό της τρομοκράτησης των Γερμανών που μακιαβελικά τέθηκε από το συμμαχικό επιτελείο.
Δυστυχώς το ναζιστικό σύστημα εξουσίας δεν λειτουργούσε με τη δύναμη του λαού παρά μόνο με την υποταγή του.
Ο Χίτλερ θα αυτοκτονούσε τελικά, τρεις περίπου μήνες μετά για λόγους παντελώς άσχετους με τη Δρέσδη.
Πηγή: Στάθης Βασιλείου | Πτήση.
GRland – Μην μαθαίνεις τα νέα τελευταίος!
Κάνε Like στη σελίδα μας στο Facebook και ενημερώσου πρώτος για όλες τις τελευταίες εξελίξεις. Έγκαιρη, έγκυρη και ανεξάρτητη ενημέρωση. Όλες οι τελευταίες Ειδήσεις από τη Γερμανία, την Ελλάδα και τον κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.